Απ' ό,τι μπορούμε να διαπιστώσουμε από έμμεσες παρατηρήσεις φαίνεται ότι το νεογέννητο βρέφος, κατά τη διάρκεια των πρώτων λίγων μηνών της ζωής του, δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τον υπόλοιπο κόσμο. Όταν κουνάει τα χέρια και τα πόδια του, όλος ο κόσμος κινείται. Όταν πεινάει, όλος ο κόσμος πεινάει.
Όταν βλέπει τη μητέρα του να κινείται, είναι σαν να κινείται το ίδιο. Όταν η μητέρα του τραγουδάει, το βρέφος δεν ξέρει ότι το ίδιο δε βγάζει κανένα ήχο. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον εαυτό του από την κούνια του, από το δωμάτιο του και από τους γονείς του.
Το ζωντανό και το άψυχο είναι ταυτόσημα. Δεν υπάρχει, ακόμα, διαφορά μεταξύ του εγώ και του εσύ. Αυτό και ο κόσμος είναι ένα. Δεν υπάρχουν σύνορα ούτε διαχωρισμοί. Δεν υπάρχει ταυτότητα.
Αλλά σιγά σιγά με την πείρα του, το παιδί αρχίζει να βιώνει τον εαυτό του - δηλαδή, σαν μια οντότητα χωριστή από τον λοιπό κόσμο. Όταν πεινάει, η μητέρα του δεν εμφανίζεται πάντοτε για να το ταΐσει. Όταν θέλει να παίξει, η μητέρα του δε θέλει πάντα να παίζει. Τότε το βρέφος έχει την εμπειρία ότι οι επιθυμίες του δεν είναι παραγγέλματα της μητέρας του. Βιώνει τη θέληση του ως κάτι χωριστό από τη συμπεριφορά της μητέρας του. Μια αίσθηση του «εγώ» αρχίζει να αναπτύσσεται. Αυτή η αλληλενέργεια ανάμεσα στο βρέφος και στη μητέρα πιστεύεται ότι είναι η βάση απ' την οποία αρχίζει να αναπτύσσεται η αίσθηση της ταυτότητας του παιδιού. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν η αλληλενέργεια μεταξύ του βρέφους και της μητέρας είναι σε μεγάλο βαθμό διαταραγμένη, για παράδειγμα όταν δεν υπάρχει μητέρα, ούτε ικανοποιητικό υποκατάστατο μητέρας, ή όταν η μητέρα λόγω ψυχασθένειας είναι εντελώς ανέγνοιαστη ή αδιάφορη, τότε το βρέφος εξελίσσεται σε ένα παιδί ή ενήλικο του οποίου η αίσθηση της ταυτότητας του είναι έκδηλα ελαττωματική στους πιο βασικούς συντελεστές της.
Καθώς το βρέφος αναγνωρίζει ότι η θέληση του είναι η δική του θέληση και όχι του κόσμου, αρχίζει να κάνει κι άλλες διακρίσεις μεταξύ του ίδιου και του κόσμου. Όταν θελήσει να κινηθεί, το χέρι του κινείται μπροστά στα μάτια του, αλλά ούτε η κούνια του, ούτε η οροφή κινούνται. Έτσι το παιδί μαθαίνει ότι υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα στα χέρια του και στη θέληση του, και συνεπώς ότι τα χέρια του είναι χέρια δικά του, και όχι κάτι άλλο ή ενός άλλου. Μ' αυτόν τον τρόπο, κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής μας μαθαίνουμε τις θεμελιώδεις αρχές για το ποιοι είμαστε και ποιοι δεν είμαστε, τι είμαστε και και τι δεν είμαστε. Περί το τέλος του πρώτου χρόνου, ξέρουμε ότι αυτό είναι το χέρι μου, το πόδι μου, το κεφάλι μου, αυτή είναι η γλώσσα μου, αυτά είναι τα μάτια μου, κι ακόμη αυτή είναι η άποψη μου, η φωνή μου, αυτές είναι οι σκέψεις μου, αυτός είναι ο στομαχό-πονός μου και αυτά είναι τα αισθήματα μου. Γνωρίζουμε το μέγεθος μας και τα φυσικά όρια μας. Αυτά τα όρια είναι τα σύνορα μας. Η γνώση αυτών των ορίων μέσα στο μυαλό μας είναι εκείνο που εννοούμε ως σύνορα του εγώ.
Η ανάπτυξη των συνόρων του εγώ είναι μια πορεία που διαρκεί σ' όλη την παιδική ηλικία και συνεχίζεται στην εφηβεία κι ακόμα στην ενηλικίωση, αλλά τα σύνορα που χαράζονται αργότερα είναι περισσότερο ψυχικά παρά φυσικά. Για παράδειγμα, η ηλικία μεταξύ των δύο και των τριών ετών είναι κανονικά ο χρόνος που το παιδί συμμορφώνεται με τα όρια της δύναμης του. Το παιδί, αν και, ήδη πριν απ' αυτή την περίοδο, έχει μάθει ότι η επιθυμία του δεν είναι αναγκαστικά εντολή της μητέρας του, εξακολουθεί να πιάνεται από τη δυ-νατότητα η επιθυμία του να είναι εντολή της μητέρας του και από το συναίσθημα ότι η επιθυμία του πρέπει να είναι δική της εντολή. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της ελπίδας και αυτής της αίσθησης, το παιδί των δύο χρόνων τείνει να ενεργεί σαν τύραννος, αυταρχικά, προσπαθώντας να δώσει διαταγές στους γονείς του, στα αδέλφια του, στα σκυλιά και στις γάτες της οικογένειας σαν να ήταν υπηρετικό προσωπικό στον ιδιωτικό του στρατό, και αντιδρά με βασιλικό μένος όταν δεν τον υπακούουν. Έτσι οι γονείς μιλάνε γι' αυτή την ηλικία σαν για την «τρομερή διετία».
Στην ηλικία των τριών χρόνων, το παιδί έχει συνήθως γίνει πιο ευάγωγο και γλυκομίλητο, έχοντας αποδεχτεί την πραγματικότητα της δικής του σχετικής ανισχυρίας. Μολαταύτα, η δυνατότητα της παντοδυναμίας είναι ένα όνειρο τόσο γλυκό που το παιδί δεν μπορεί να παραιτηθεί τελείως απ' αυτό, ακόμα και ύστερα από αρκετά χρόνια οδυνηρότατης αναμέτρησης με την ανημποριά του. Το παιδί των τριών χρόνων, αν και έχει φτάσει να αποδεχτεί την πραγματικότητα των ορίων της δύναμης του, θα εξακολουθεί πότε πότε, για αρκετά ακόμα χρόνια, να καταφεύγει σ' έναν κόσμο φαντασίας όπου υπάρχει ακόμα η δυνατότητα της παντοδυναμίας (ειδικά της δικής του). Αυτός είναι ο κόσμος του Σούπερμαν και του Κάπταιν Μάρβελ. Ωστόσο όμως, σιγά σιγά, ακόμα και οι υπερφυσικοί ήρωες εγκαταλείπονται, και με το φτάσιμο της μέσης εφηβείας οι νεαροί ξέρουν ότι είναι άτομα περιορισμένα μέσα στα σύνορα της σάρκας τους και στα όρια της δύναμης τους, και ότι ο καθένας τους είναι ένας σχετικά ευπαθής και ανίσχυρος οργανισμός που ζει μόνο χάρη στη συνεργασία μέσα σε μια ομάδα από συντροφικούς οργανισμούς που λέγεται κοινωνία.
Από το βιβλίο του Σκότ Πεκ ΄΄Ο Δρόμος ο Λιγότερο Ταξιδεμένος΄΄